ελαιοτρίβης

ελαιοτρίβης
ο (AM ἐλαιοτρίπτης)
εργάτης που εργάζεται σε ελαιοτριβείο, λιοτριβιάρης ή λιτρουβιάρης ή λιτριβάρης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ελαιοτριβώ — ( έω) εκθλίβω το λάδι από τις ελιές, είμαι ελαιοτρίβης …   Dictionary of Greek

  • ελαιουργός — ο (AM ἐλαιουργός, θηλ. ἐλαιούργισσα, η) 1. αυτός που εργάζεται για την παρασκευή ελαίου, ο ειδικός στην ελαιουργία, ο ελαιοτρίβης 2. ο ιδιοκτήτης ελαιουργείου …   Dictionary of Greek

  • ελιά — Δέντρο της οικογένειας των ελαιιδών (δικοτυλήδονα). Είναι γνωστό από τους αρχαιότατους χρόνους και πιθανότατα κατάγεται από τον χώρο της ανατολικής Μεσογείου. Η παράδοση αναφέρει ως πατρίδα της ε. την Αθήνα, αφού η πρώτη ε., η Μορία Ελαία,… …   Dictionary of Greek

  • κοπέας — ο (Α κοπεύς, έως) [κοπή] 1. αυτός που κόβει κάτι 2. αιχμηρό όργανο με το οποίο κόβονται ξύλα, μέταλλα, πέτρες κ.λπ., κοπίδι αρχ. 1. ξυλουργός 2. ελαιοτρίβης 3. η σμίλη τού λιθοξόου, το γλύφανο τού γλύπτη («καὶ μοχλία καὶ γλυφεῑα καὶ κοπέας»,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”